- διδακτικῶν
- διδακτικόςapt at teachingfem gen plδιδακτικόςapt at teachingmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κοραής, Αδαμάντιος — (Σμύρνη 1748 – Παρίσι 1833). Λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους. Γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο, ο Κ. ανατράφηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή, η οποία όμως τότε δεν προσέφερε παρά «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,… … Dictionary of Greek
Pronunciation of Ancient Greek in teaching — Ancient Greek has been pronounced in various ways by those studying Ancient Greek literature in various times and places. This article covers those pronunciations; the modern scholarly reconstruction of its ancient pronunciation is covered in… … Wikipedia
Imperfektiver Aspekt — Der imperfektive Aspekt als Begriff der Sprachwissenschaft ist einer der drei Aspekte der hypothetischen indogermanischen Ursprungssprache, welcher auch in vielen der Folgesprachen ein Teil des Verbalparadigmas ist. Im Gegensatz zum perfektiven… … Deutsch Wikipedia
Παντσατάντρα — Λέγεται και Παντσαράτρα. Παλαιότατη ινδική συλλογή διδακτικών διηγήσεων, που την αποτελούσαν αρχικά 11 13 βιβλία και η οποία σώθηκε σε παραλλαγή. Η Π. περιέχει 70 μύθους, κυρίως σε πεζό, με ήρωες δύο τσακάλια, τον Καρατάκα και τον Νταμανάκα. Ο… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek
μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… … Dictionary of Greek
οργανισμός — Έμβριο ον στα μορφολειτουργικά χαρακτηριστικά του. Κάθε ο. αποτελείται από ένα άθροισμα μερών και λειτουργιών που αλληλοσυμπληρώνονται. Με την έννοια του ο. συνδέεται και εκείνη της ζωϊκής δυναμικής με τις διάφορες όψεις της αύξησης και της… … Dictionary of Greek
Αρχέστρατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος πολιτικός (5ος αι. π.Χ.). Ανήκε στο δημοκρατικό κόμμα και συνεργάστηκε με τον Εφιάλτη το 462 για τον περιορισμό της δύναμης του Αρείου Πάγου. 2. Αθηναίος στρατηγός (5ος αι. π.Χ.). Αντικατέστησε τον Αλκιβιάδη… … Dictionary of Greek
Αχμέτ Βεφίκ πασάς — (Λήμνος περ. 1818 – Κωνσταντινούπολη 1891). Τούρκος πολιτικός και λογοτέχνης, από Τούρκο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα. Σπούδασε στο Παρίσι και, όταν επέστρεψε στην πρωτεύουσα, ανέλαβε τη διεύθυνση του μεταφραστικού γραφείου της Υψηλής Πύλης.… … Dictionary of Greek